σποτ

σποτ
το, Ν
άκλ. (ξεν. λ.) σύντομη ραδιοτηλεοπτική παρουσίαση ή διαφήμιση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. spot].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • συναλλαγή — η, ΝΜΑ [συναλλάσσω] νεοελλ. 1. (οικον.) ανταλλαγή πραγμάτων με στόχο το αμοιβαίο συμφέρον, η οποία, στις αχρήματες οικονομίες, γίνεται είδος με είδος και, στις εγχρήματες οικονομίες, γίνεται με τη μεσολάβηση χρήματος 2. αθέμιτη παροχή… …   Dictionary of Greek

  • Κέιμαν, νησιά — Νησιά (συνολική έκταση 262 τ. χλμ., 36.273 κάτ. το 2002) της Καραϊβικής θάλασσας στην Κεντρική Αμερική, που αποτελούν βρετανική κτήση. Περιλαμβάνουν τα νησιά Μεγάλο Κ., Κ. Μπρακ και Μικρό Κ. Πρωτεύουσα των ν.Κ. είναι η Τζόρτζταουν (Georgetown), η …   Dictionary of Greek

  • Μπρουκς, Γκαρθ — (Garth Brooks, Τάλσα, Οκλαχόμα 1962 ). Αμερικανός τραγουδιστής, κιθαρίστας, συνθέτης μουσικής κάντρι. Σπούδασε διαφήμιση, προκειμένου να κατορθώσει να συνδυάσει την παραδοσιακή μουσική με τηλεοπτικά σποτ και την διαφήμιση. Μετά την αποφοίτησή του …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”